- ρυτός
- (I)-ή, -όν, Αβλ. ρυτός.————————(II)-ή, -όν, Ααυτός που σύρεται, που τόν τραβούν, ελκυστός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυτάτα ηνία αλόγων.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που απαντά μόνο στην φρ. ῥυτοῖσι λάεσσι. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το ρ. έρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» είναι βέβαια ορθή για τον τ. ῥυτά «ηνία» (< θ. ῥυ- + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.), ενώ για τον τ. ῥυτός στη συγκεκριμένη φρ. φαίνεται λιγότερο πιθανή. Κατά μία άποψη η φρ. αντιστοιχεί στο λατ, rūta (caesa) με σημ. «εξορυγμένοι, ακατέργαστοι λίθοι, σε αντιδιαστολή ίσως με τη φρ. ξεστοῖσι λίθοι, οπότε και η σύνδεση με το ρ. ἐρύω ισχύει. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα ῥυσός και ῥυτίς, ενώ υπάρχει, τέλος, και η άποψη ότι πρόκειται για λ. τού προελλην. γλωσσικού υποστρώματος (πρβλ. λατ. rūdera, πιθ. από ετρουσκ.)].————————(III)-ή, -ό / ῥυτός, -ή, -όν, ΝΑ(για υγρό) αυτός που ρέει, που κυλά, ρευστός, τρεχούμενος («ῥυτὰ ὕδατα», Αριστοτ.)2. το ουδ. ως ουσ. το ρυτό και ῥυτόνβλ. ρυτόαρχ.χωνί με σχήμα ηθμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυτός έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- τού ῥέω* (πρβλ. ῥύσις) και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. sruta].
Dictionary of Greek. 2013.